κατάσκοπος

κατάσκοπος
κατάσκοπος
one who reconnoitres
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κατάσκοπος — (I) ο, η (AM κατάσκοπος) αυτός που κατασκοπεύει νεοελλ. αυτός που ενεργεί κατασκοπεία, που συλλέγει πληροφορίες για κρατικά στρατιωτικά κ.ά. μυστικά μιας χώρας και τίς διαβιβάζει σε ξένη δύναμη αρχ. 1. αυτός που ενεργεί κατοπτεύσεις 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • κατάσκοπος — ο, η αυτός που κάνει κατασκοπία με εντολή άλλου, πράκτορας, χαφιές: Οι Αμερικανοί έχουν κατασκόπους σ όλες σχεδόν τις χώρες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατασκόπω — κατάσκοπος one who reconnoitres masc nom/voc/acc dual κατάσκοπος one who reconnoitres masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκόποις — κατάσκοπος one who reconnoitres masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκόπου — κατάσκοπος one who reconnoitres masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκόπους — κατάσκοπος one who reconnoitres masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκόπων — κατάσκοπος one who reconnoitres masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκόπῳ — κατάσκοπος one who reconnoitres masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάσκοπε — κατάσκοπος one who reconnoitres masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάσκοποι — κατάσκοπος one who reconnoitres masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”